τεφροειδής
English (LSJ)
τεφροειδές, like ashes, ash-coloured, Dsc.4.109, Aret.SD1.14.
German (Pape)
[Seite 1102] ές, wie Asche, aschgrau, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της τέφρας, σταχτής
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με την τέφρα ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -ειδής].