φαρμάκευσις

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, = φαρμακεία, in plural, Hp.Prorrh. 2.4, Pl.Lg.845d.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, = φαρμακεία, Plat. Legg. VIII, 845 d, im plur.

Russian (Dvoretsky)

φαρμάκευσις: εως ἡ Plat. = φαρμακεία 2 и 3.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκευσις: -εως, ἡ, = φαρμακεία, Ἱππ. Προρρ. 87, Πλάτ. Νόμ. 845D.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α φαρμακεύω
παροχή φαρμάκου, φαρμακεία.