στηρικτής
English (LSJ)
στηρικτοῦ, ὁ, Glossaria on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.
Greek (Liddell-Scott)
στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.
Greek Monolingual
-οῦ, ὁ, Α στηρίζω
αυτός που στηρίζει.
στηρικτοῦ, ὁ, Glossaria on λίθον εὐναστῆρα, Sch.Opp.H.3.373.
στηρικτής: -οῦ, ὁ, ὁ στηρίζων, ἐμπήγων, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 373.
-οῦ, ὁ, Α στηρίζω
αυτός που στηρίζει.