σιδηραγωγός

Revision as of 11:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σιδηραγωγόν, attracting iron, of the magnet, S.E.M.1.226.

German (Pape)

[Seite 879] das Eisen führend, anziehend, μάγνης, S. Emp. adv. gramm. 226.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρᾰγωγός: притягивающий железо (μάγνης Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηραγωγός: -όν, ὁ τὸν σίδηρον ἕλκων, μάγνης σ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 226.

Greek Monolingual

-όν, Α
(για τον μαγνήτη) αυτός που έλκει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λιθαγωγός].