α, ον, of a ξέστης, μέτρον Gal.13.435, cf. Phlp. in Mete.24.24.
Greek Monolingual
ξεστιαῖος, -α, -ον (Α) αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναιίσος με έναν ξέστη. [ΕΤΥΜΟΛ.<ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ.πλεθριαίος, ποδιαίος)].