ἐκχλευάζω
English (LSJ)
strengthened for χλευάζω, τινά Sm.Pr.14.9, Lib.Decl.48.45.
Spanish (DGE)
burlarse de πλημμέλειαν Sm.Pr.14.9, τὸν ταλαίπωρον ἀδελφόν Lib.Decl.48.45, cf. Poll.6.199, Hsch.ε 1310.
German (Pape)
[Seite 787] = simplex, Liban.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχλευάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ χλευάζω, ἐξεχλεύασε τὸν ταλαίπωρον ἀδελφὸν Λιβαν. 4. 699, Σύμμ. Παροιμ. ΙΔ΄, 9.