στολίδιον
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of στολίς, leather jerkin, Aen.Tact.29.4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στολίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στολίς, Αἰν. Τακτ. 29.
[ῐδ], τό, Dim. of στολίς, leather jerkin, Aen.Tact.29.4.
στολίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στολίς, Αἰν. Τακτ. 29.