θεριακή, θεριακόν, for summer, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.).
Greek Monolingual
(I) -ή, -ό θεριό 1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός 2.το θηλ. ως ουσ.η θεριακή η θηριακή. (II) θεριακός, -ή, -όν (Α) θέρος αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος.