[ῑ], ὁ, = εἰλεός ΙΙ, εἰλυός, den, lair, Call.Jov.25.
[Seite 1251] ὁ, = εἰλυός, Schlupfwinkel, ἰλυοὺς ἐβάλοντο κινώπετα, machten ihr Lager, Callim. Iov. 25.
ἰλυός, ὁ (Α)ειλεός, φωλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ειλεός].