μετροειδής

Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μετροειδές, like metre, metrical, Demetr.Eloc.181,182.

German (Pape)

[Seite 163] ές, dem Versmaaß, Rhythmus ähnlich, Demetr. Phaler. 184.

Greek (Liddell-Scott)

μετροειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς μέτρον, μετρικός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.

Greek Monolingual

μετροειδής, -ές (Α)
όμοιος με μέτρο ή ρυθμό, μετρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -ειδής].