δευτερουργής
English (LSJ)
δευτερουργές, vamped up, second-hand, χλαῖνα Poll.7.77.
Spanish (DGE)
-ές remendado χλαῖνα Poll.7.77.
German (Pape)
Greek Monolingual
δευτερουργής, -ές (Α)
αυτός που έχει δεχτεί και δεύτερη επεξεργασία, ο καλοδουλεμένος.