[ῑ] λίθος, a kind of gem, Hermes Trism. in Rev.Phil.32.272.
κνηκίτης, ὁ (Α)είδος πολύτιμου λίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος. Ο λίθος πήρε την ονομ. αυτή προφανώς από το χρώμα του].