αὐγήεις
English (LSJ)
αὐγήεσσα, αὐγήεν, bright-eyed, clear-sighted, Nic.Th.34.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
de ojos brillantes ὠκύν τε καὶ αὐγήεντα τίθησι Nic.Th.34.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγήεις: εσσα, εν, ὁ, ὀξυδερκής, Νικ. Θ. 34.
αὐγήεσσα, αὐγήεν, bright-eyed, clear-sighted, Nic.Th.34.
-εσσα, -εν
de ojos brillantes ὠκύν τε καὶ αὐγήεντα τίθησι Nic.Th.34.
αὐγήεις: εσσα, εν, ὁ, ὀξυδερκής, Νικ. Θ. 34.