καρπώσιμος

Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

καρπώσιμον, yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.

German (Pape)

[Seite 1329] wovon man Frucht, Nutzen haben kann, nutzbar, τὰ καρπώσιμα, die Genüsse, Ath. XI, 478 a.

Greek (Liddell-Scott)

καρπώσιμος: -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, ὠφέλιμος, Ἀθήν. 478Α.

Greek Monolingual

καρπώσιμος, -ον κάρπωσις
1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς
2. προσοδοφόρος, αποδοτικός.