ξυλοπύλιον
English (LSJ)
[πῠ], τό, wooden gateway, SIG88.24,26 (Athens, v B.C.).
Greek Monolingual
ξυλοπύλιον, τὸ (Α)
ξύλινη πύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πύλη (πρβλ. ρυμοπύλιον)].
[πῠ], τό, wooden gateway, SIG88.24,26 (Athens, v B.C.).
ξυλοπύλιον, τὸ (Α)
ξύλινη πύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πύλη (πρβλ. ρυμοπύλιον)].