= θεραπεύω, IG3.1296, Schwyzer 200 (Crete, ii B.C.).
θαραπεύω: θεραπεύω, τὸν οἶκον ἐθαράπευσε Ἐπιγρ. Πειραιῶς (τοῦ Α΄ μετὰ Χρ. αἰῶνος) CIA. ΙΙΙ. 1296.
(Α θαραπεύω)θεραπεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω με αφομοίωση].