σαγματοποιός

Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, saddler, Stud.Pal.3.119 (vi A.D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 857] Saumsattel machend (?).

Greek (Liddell-Scott)

σαγματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάων σάγματα, «σαμαρᾶς», Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο κατασκευαστής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + -ποιός].