α, ον, of or belonging to the ὀροφή, λίθοι IG12.372.85.
ὀροφιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐκ τῆς ὀροφῆς ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὀροφήν, λίθοι Συλλ. Ἐπιγραφ. 160. 1. 85· θυρὶς Τιμαρίων ἐν τῷ Notices et Extraits, 9. 241.
zur ὀροφή gehörig, Inscr.