δουρομανής

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

δουρομανές, poet. for δοριμανής, πόλεμος AP9.553.

Spanish (DGE)

(δουρομᾰνής) -ές
enloquecido por la lanza, fig. furibundo, frenético πόλεμος AP 9.553 (Antip.), cf. δοριμανής.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = δοριμανής, πόλεμος, Antp. Th. 33 (IX. 553).

Russian (Dvoretsky)

δουρομᾰνής: Anth. = δοριμανής.

Greek (Liddell-Scott)

δουρομᾰνής: -ές, Ἰων. ἀντὶ δοριμανής, Ἀνθ. Π. 9. 553.

Greek Monolingual

βλ. δοριμανής.

Greek Monotonic

δουρομᾰνής: -ές, Ιων. αντί δοριμανής, σε Ανθ.