ἀναπίτνημι

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

poet. for ἀναπετάννυμι, inf. -πιτνάμεν Pi.O.6.27.

Spanish (DGE)

1 abrir de par en par πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς Pi.O.6.27
en v. med. abrirse de par en par θύραι Pi.N.9.2.
2 en v. med. echarse de espaldas ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει Pi.I.3.65.

German (Pape)

[Seite 202] p. = ἀναπετάννυμι, Pind. Ol. 6, 27; Nic. Al. 435; – aber ἀλώπηξ ἀναπιτναμένα Pind. I. 3, 65, der sich zurückbiegt, = ἀναπίπτουσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπίτνημι: Pind. (inf. ἀναπιτνάμεν) = ἀναπετάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίτνημι: ποιητ. ἀντὶ ἀναπετάννυμι, Πινδ. Ο. 6. 45.

Greek Monolingual

ἀναπίτνημι (Α)
ποιητικός τύπος του αναπετάννυμι.

Greek Monotonic

ἀναπίτνημι: ποιητ. αντί ἀνα-πετάννυμι, σε Πίνδ.