ἀγενησία
English (LSJ)
ἡ, uncreatedness, τοῦ κόσμου Simp. in Cael. 139.24.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
no creación, carácter de increado o ingénito τοῦ κόσμου Simp.in Cael.139.24, διὰ τοῦτο ὡς θεῷ τὴν ἀγενησίαν αὐτῷ χαρίζεται Phlp.Aet.634.15.
ἡ, uncreatedness, τοῦ κόσμου Simp. in Cael. 139.24.
-ας, ἡ
no creación, carácter de increado o ingénito τοῦ κόσμου Simp.in Cael.139.24, διὰ τοῦτο ὡς θεῷ τὴν ἀγενησίαν αὐτῷ χαρίζεται Phlp.Aet.634.15.