ἰσχνοκαλαμώδης

Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἰσχνοκαλαμώδες, with slender reed, Eust.1165.12.

German (Pape)

[Seite 1272] ες, mit seinem, spitzem Rohr, Schol. Il. 18, 576.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοκᾰλᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, ἤγουν ἰσχνοκαλαμώδη».

Greek Monolingual

ἰσχνοκαλαμώδης, -ες (Α)
(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες.