ἀποσημειόομαι
English (LSJ)
note down, make notes, Phlp.in Cat.3.29.
Spanish (DGE)
anotar ὅσα πρὸς οἰκείαν ... ὑπόμνησιν Phlp.in Cat.3.29.
German (Pape)
[Seite 324] für sich aufzeichnen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσημειόομαι: ἀποθ., σημειώνω ἢ κρατῶ σημειώσεις, «ὑπομνήματα δὲ καλοῦσιν, ὅσα πρὸς οἰκείαν ἀποσημειοῦνται ὑπόμνησιν» Ἀμμών. εἰς Ἀριστ. Κατηγορίας.