ἀποσημειόομαι

Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

note down, make notes, Phlp.in Cat.3.29.

Spanish (DGE)

anotar ὅσα πρὸς οἰκείαν ... ὑπόμνησιν Phlp.in Cat.3.29.

German (Pape)

[Seite 324] für sich aufzeichnen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσημειόομαι: ἀποθ., σημειώνω ἢ κρατῶ σημειώσεις, «ὑπομνήματα δὲ καλοῦσιν, ὅσα πρὸς οἰκείαν ἀποσημειοῦνται ὑπόμνησιν» Ἀμμών. εἰς Ἀριστ. Κατηγορίας.