-ατος, τό, deafness, Id.Epid.5.52 (κύφ- codd.).
[Seite 1548] τό, Taubheit, Hippoer.
κώφωμα, τὸ (Α) κωφώκωφότητα, κουφαμάρα («κώφωμα ἐκ φρενίτιδος», Ιπποκρ.).
κώφωμα -ατος, τό [κωφόω] doofheid.