νεανισκάριον

Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of νεανίσκος, Arr.Epict.2.16.29.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεανίσκος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16. 29.

Greek Monolingual

νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) νεανίσκος
(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του νεανίσκος.

German (Pape)

[εᾱ], τό, dim. zu νεανίσκος, Arr. Epict. 2.16.