-ονος, ὁ, limitless, of God, Corp.Herm.18.12.
-ον, ὁ• Morfología: [gen. -ονος]ilimitado de Dios Corp.Herm.18.12.
ἀπειροτέρμων: -ονος, ὁ, ὁ μὴ ἔχων τέρμα, μεταγεν.