τατός

Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τατή, τατόν, that can be stretched, Arist.HA519a32.

Russian (Dvoretsky)

τατός: [adj. verb. к τείνω растяжимый (δέρμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του τείνω (πρβλ. τάσις)].