δορατοξόος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
(δορᾰτοξόος) -ον que hace lanzas τέκτων Nic.Th.170.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτοξόος: -ον, = δορυξόος, Νίκ. Θ. 170.
Greek Monolingual
δορατοξόος, ο (Α)
ο δορυξόος.
(δορᾰτοξόος) -ον que hace lanzas τέκτων Nic.Th.170.
δορᾰτοξόος: -ον, = δορυξόος, Νίκ. Θ. 170.
δορατοξόος, ο (Α)
ο δορυξόος.