α, ον, = μυλίας, λίθος Procop. Aed.2.6.7,8.18.
μύλιος, -ία, -ον (Α) μύληαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο, μυλίας («μύλιος λίθος», Προκόπ.).