χηρικός

Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χηρική, χηρικόν, of or for a widow, Tz.H.13.591.

Greek (Liddell-Scott)

χηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χήραν, ὁ χηρικὸς οὐκ ἔχει γὰρ διάρρηξιν ὑμένος Τζέτζ. Ἱστ. 13, 591, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Θεόδρ. Πρόδρ. εἰς Ἀνδρόνικ. Κομν. στ. 119.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χήρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήρα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν.
επίρρ...
χηρικῶς Μ
από άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας.