Adv. round again, SIG685.60(Crete, ii B. C.).
Αεπίρρ. ολόγυρα, γύρω - γύρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περί- + -άμπαξ, πιθ. < ἀνά-παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ, πρβλ. πήγνυμι)].