[ῠ], τό, Dim. of κώρυκος, Poll.10.172, Suid.:
[Seite 1547] τό, dim. zu κώρυκος, Poll. 10, 172.
κωρύκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κώρυκος, Πολ. Ιϳ, 172, Σουΐδ. -ίδιον, Ἡσύχ.
κωρύκιον, τὸ (Α) κώρυκοςσακίδιο.