ὀκτωκαίδεκα

Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl., eighteen, Hdt.2.111, etc.

German (Pape)

[Seite 317] achtzehn; Her. 2, 111, Plat. Legg. II, 666 a u. sonst.

French (Bailly abrégé)

numéral indécl.
dix-huit.
Étymologie: ὀκτώ, καί, δέκα.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. восемнадцать Her. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δεκαοκτώ, Ἡρόδ. 2. 111, κτλ.

Greek Monolingual

ὀκτωκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ (Α)
άκλ. δεκαοκτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + δέκα.

Greek Monotonic

ὀκτωκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, ο αριθμός δεκαοχτώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

eighteen, Hdt., etc.