εὑρετέος

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, to be discovered, found out, Th.3.45.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.

Greek Monotonic

εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.