ύος, ἡ, poet. for πόθησις, Opp.C.2.609.
[Seite 645] ύος, ἡ, poet. = πόθησις, Opp. Cyn. 2, 609.
ποθητύς: -ύος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πόθησις, Ὀππ. Κυν. 2. 609.
-ύος, ἡ, Ασφοδρός πόθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα -ητ-ύς].