sacrifice together, Ph.2.398, Eust.1875.10.
συγκαταθύω: καταθύω, θυσιάζω ὁμοῦ, Εὐστ. 1875. 10.
Αθυσιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθύω «καίω ως προσφορά»].