ποίκιλσις

Revision as of 12:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίκιλσις -εως, ἡ [ποικίλλω] variatie, het variëren.

Russian (Dvoretsky)

ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.

Greek Monotonic

ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.

Middle Liddell

ποίκιλσις, εως, ποικίλλω = ποικιλία, Plat.]