ἐξονειριασμός
English (LSJ)
ὁ, = ἐξονειρωγμός, Diocl.Fr.141 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονειριασμός: ὁ, = ἐξονειρωγμός Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 117, 10.
ὁ, = ἐξονειρωγμός, Diocl.Fr.141 (pl.).
ἐξονειριασμός: ὁ, = ἐξονειρωγμός Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 117, 10.