σημαντέος
English (LSJ)
α, ον, to be noted, τόποι Aret.SA2.2.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετ., πρέπει νὰ σημανθῆ, νὰ σημειωθῇ, τόποι Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. 2) σημαντέον, πρέπει τις νὰ σημάνῃ, νὰ δηλώσῃ, νὰ ἀποδείξῃ. Ἀμμών.