μαχητέον
English (LSJ)
one must fight, Mnesim.7, Plu.Pomp.32.
Greek (Liddell-Scott)
μαχητέον: ἴδε ἐν λ. μαχετέον.
Russian (Dvoretsky)
μαχητέον: = μαχετέον.
German (Pape)
Adj. verb. von μάχομαι.
one must fight, Mnesim.7, Plu.Pomp.32.
μαχητέον: ἴδε ἐν λ. μαχετέον.
μαχητέον: = μαχετέον.
Adj. verb. von μάχομαι.