ἐγκαταπαίζω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
burlarse c. dat. παντοίων ... κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν Eus.HE 2.13.8
•en v. pas. ser ridiculizado πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ LXX Ib.40.19, cf. 41.25.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπαίζω: ἐμπαίζω, περιπαίζω, τινὶ Εὐσ. Ε. Ἱστ. 2. 13 ἐν τέλ., Κύριλλ.
Greek Monolingual
ἐγκαταπαίζω (AM)
περιπαίζω.