θυροειδής
English (LSJ)
ές,
A like a door, τόπος dub. in Hippiatr.40 (v. θυρεοειδής) ; τὸ θ. τρῆμα the opening in the os pubis, Gal.2.414.
German (Pape)
[Seite 1227] ές, thür-, fensterähnlich, Sp.
ές,
A like a door, τόπος dub. in Hippiatr.40 (v. θυρεοειδής) ; τὸ θ. τρῆμα the opening in the os pubis, Gal.2.414.
[Seite 1227] ές, thür-, fensterähnlich, Sp.