οἱ, Hebr. Seraphim, LXX Is.6.2.
Σεραφείμ: οἱ, τὸ Ἑβραϊκ. Seraphim, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ϛ΄, 2)· - Σεραφικός, ή, όν, ὁ εἰς τὰ Σεραφείμ ἀνήκων, Ἐκκλ.