πελεκισμός

Revision as of 12:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, death by the axe, D.S.32.26 (pl.).

Russian (Dvoretsky)

πελεκισμός:обезглавливание Diod.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκισμός: ὁ, θάνατος διὰ πελέκεως, Διοδ. Ἀποσπ. Maii σ. 95.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ πελεκίζω
αποκεφαλισμός με πέλεκυ.