τό, Dim. of πνεύμων, Hegesand.29.
[Seite 640] τό, dim. zu πνεύμων, Ath. III, 107 d.
πνευμόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πνεύμων, Ἡγήσανδρ. παρ’ Ἀθην. 107Ε.
τὸ, Α πνεύμων, -ονος]υποκορ. ο πνεύμονας.