fem. of λωβητήρ, AP 9.251 (Even.).
ἡ, fem. zu λωβητήρ, φωλάς, Euen. 16 (IX.251).
λωβήτειρα: Anth. f к λωβητήρ.Anth. f к λωβητήρ.
λωβήτειρα: θηλ. τοῦ λωβητήρ, Ἀνθ. Π. 9. 251.
λωβήτειρα, ἡ (Α)βλ. λωβητήρ.
λωβήτειρα: θηλ. του λωβητήρ, σε Ανθ.
[fem. of λωβητήρ, Anth.]