τό, Dim. of λίκνον, Glossaria.
[Seite 47] τό, dim. zu λίκνον?
λικνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίκνον, Γλωσσ.
λικνάριον, τὸ (Α) λίκνονυποκορ. του λίκνον.