ἀποπεραιόω
English (LSJ)
terminate, Ammon. in Int.54.29.
Spanish (DGE)
llevar a su término τὴν ἔννοιαν Ammon.in Int.54.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεραιόω: Θεόδ. Στουδ. -ἀποπερᾰτίζω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1454· καὶ -τόω, Διονύσ. Ἀρεοπ., Σουΐδ., = ἀποπεραίνω.