ἀπόπαστον, fasting, Opp.H.1.299.
-ονque está en ayunas βορῆς ἀπόπαστον ἐρύκει Opp.H.1.299.
[Seite 318] = ἄπαστος, nüchtern, βορῆς Opp. H. 1, 299.
ἀπόπαστος: ἄπαστος, νῆστις, νηστικός, βορῆς ἀπόπαστον Ὀππ. Ἁλ. 1. 299.