ἀναχωρητέον
English (LSJ)
one must withdraw, Pl.Cri.51b.
Spanish (DGE)
hay que retirarse οὐκ ἀ. οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν no hay que retirarse ni abandonar la formación Pl.Cri.51b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναχωρῶ, δεῖ ἀναχωρεῖν, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἀποσυρθῇ, Πλάτ. Κρίτων 51Β.
Greek Monotonic
ἀναχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να οπισθοχωρήσει, να αποσυρθεί, σε Πλάτ.